κληρωτός

κληρωτός
κληρ-ωτός, ή, όν,
A appointed by lot,

δύναμις Pl.Lg.692a

;

βασιλεῖς Id.Plt.291a

; τὰ κ., opp. τὰ αἱρετά, Id.Lg.759b, cf. Isoc.12.153, etc.; ἀρχὴ κ., opp. χειροτονητή, Lex ap.Aeschin.1.21, cf. SIG589.38 (Magn. Mae., ii B.C.);

δημοκρατικὸν μὲν . . τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχάς, τὸ δ' αἱρετὰς ὀλιγαρχικόν Arist. Pol.1294b8

, cf. 1266a9, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κληρωτός — appointed by lot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρωτός — ή, ό (AM κληρωτός, ή, όν) [κληρώ] αυτός που εκλέγεται με κλήρο, σε αντιδιαστολή με τον αιρετό ή τον χειροτονητό (α. «κληρωτό δικαστήριο» το ορκωτό δικαστήριο β. «δημοκρατικὸν μέν... τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχὰς, τὸ δ αἱρετὰς ὀλιγαρχικόν»,… …   Dictionary of Greek

  • κληρωτός — ή, ό 1. η φράση «κληρωτό δικαστήριο» σημαίνει το ορκωτό δικαστήριο. 2. το αρσ., κληρωτός ως ουσ., αυτός που καλείται για να κάνει τη στρατιωτική του θητεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κληρωτόν — κληρωτός appointed by lot masc acc sg κληρωτός appointed by lot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρωτοῖς — κληρωτός appointed by lot masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρωτοί — κληρωτός appointed by lot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρωτούς — κληρωτός appointed by lot masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρωτῆς — κληρωτός appointed by lot fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρωτή — κληρωτός appointed by lot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρωτῷ — κληρωτός appointed by lot masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρωτά — κληρωτά̱ , κληρωτής one who presided over elections by lot masc nom/voc/acc dual κληρωτής one who presided over elections by lot masc voc sg κληρωτής one who presided over elections by lot masc nom sg (epic) κληρωτός appointed by lot neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”